προτροπαδην

προτροπαδην
    προτροπάδην
    προτροπά-δην
    дор. προτροπάδᾱν (πᾰ) adv. повернувшись вспять, т.е. без оглядки, поспешно
    

(σπεύδειν Pind.; φεύγειν Plat., Plut.; φέρεσθαι Polyb.; ὤσασθαι Plut.)

    π. φοβεῖσθαι Hom. — бежать в страхе


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "προτροπαδην" в других словарях:

  • προτροπάδην — turned forwards indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτροπάδην — ΝΑ, και δωρ. τ. προτροπάδαν Α επίρρ. (για άνθρωπο ή ζώο που φεύγει) δρομέως, τάχιστα, χωρίς να βλέπει προς τα πίσω, κν. στα τέσσερα (α. «έφυγε προτροπάδην» β. «προτροπάδην φοβέοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προ τροπ τού προ τρέπω (πρβλ. προ… …   Dictionary of Greek

  • προτροπάδαν — προτροπάδᾱν , προτροπάδην turned forwards doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»